- ἀιδροδίκας
- ᾰιδροδίκας1 lawless
θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀιδροδίκας — ἀιδροδίκᾱς , ἀιδροδίκης lawless masc acc pl ἀιδροδίκᾱς , ἀιδροδίκης lawless masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)